- περιποίησις
- περιποίησιςkeeping safefem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περιποιήσει — περιποίησις keeping safe fem nom/voc/acc dual (attic epic) περιποιήσεϊ , περιποίησις keeping safe fem dat sg (epic) περιποίησις keeping safe fem dat sg (attic ionic) περιποιέω cause to remain over and above aor subj act 3rd sg (epic) περιποιέω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιποιήσεις — περιποίησις keeping safe fem nom/voc pl (attic epic) περιποίησις keeping safe fem nom/acc pl (attic) περιποιέω cause to remain over and above aor subj act 2nd sg (epic) περιποιέω cause to remain over and above fut ind act 2nd sg περιποιέω cause… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιποίησιν — περιποίησις keeping safe fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
снабдение — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} сущ. (греч. περιποίησις) сохранение, спасение, остаток;… … Словарь церковнославянского языка
устроение — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} = сущ. (греч. διασκευή) готовность, бодрость,… … Словарь церковнославянского языка
περιποίηση — η / περιποίησις, ήσεως ΝΜΑ [περιποιώ] νεοελλ. 1. πρόθυμη εξυπηρέτηση, στοργική μεταχείριση κάποιου, πρόθυμη παροχή υπηρεσιών σε κάποιον 2. υπηρεσία που παρέχεται αντί συγκεκριμένης αμοιβής («η περιποίηση τού αρρώστου ανατέθηκε σε ειδική… … Dictionary of Greek
Κρανάκη, Μιμίκα — (Λαμία 1922 –). Νομικός, φιλόλογος και λογοτέχνης. Σπούδασε νομικά και πολιτικές επιστήμες στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, μουσική στο Ωδείο Αθηνών και συνέχισε τις σπουδές της στη φιλοσοφική σχολή του πανεπιστημίου της Σορβόνης, όπου αναγορεύθηκε… … Dictionary of Greek
ՍԵՊՀԱԿԱՆ — (ի, աց.) NBH 2 0706 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c, 10c, 13c ա. ՍԵՊՀԱԿԱՆ կամ ՍԵՓԱԿԱՆ, կամ ՍԵՓՀԱԿԱՆ. (որպէս թէ սեպուհական, ազատական). περιούσιος peculiaris, eximius περιποίησις acquisitio ἑξαίρετος exemptus a numero … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
περιποιήσεως — περιποιήσεω̆ς , περιποίησις keeping safe fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιποιήσῃ — περιποιήσηι , περιποίησις keeping safe fem dat sg (epic) περιποιέω cause to remain over and above aor subj mid 2nd sg περιποιέω cause to remain over and above aor subj act 3rd sg περιποιέω cause to remain over and above fut ind mid 2nd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)